- δακτυλιωτός
- -ή, -ό1. αυτός που αποτελείται από δακτυλίους.2. αυτός που είναι κατασκευασμένος σε σχήμα δακτυλίου: Ο κήπος αποτελείται από δακτυλιωτά παρτέρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.